- εσπερικός
- ἑσπερικός, -ή, -όν (Α) [εσπέρα]αυτός που ανήκει στη δύση, ο δυτικός («ἑσπερικόν μῆλον», Αθήν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἑσπερικόν — Ἑσπερικός masc acc sg Ἑσπερικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… … Dictionary of Greek